θρησκευτική κοινότητα

θρησκευτική κοινότητα
верcка заедница

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • δοκητισμός — Διδασκαλία που εμφανίστηκε στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού και καταδικάστηκε ως αιρετική από την επίσημη Εκκλησία. Παρότι ο δ. αποδεχόταν ότι o Ιησούς Χριστός είχε ανθρώπινο σώμα, θεωρούσε ότι το σώμα αυτό ήταν φαινομενικό και αρνιόταν την …   Dictionary of Greek

  • μιλέτι — το 1. (σύμφωνα με το Κοράνιο) η θρησκεία που κήρυξαν ο Αβραάμ και οι άλλοι παλαιότεροι προφήτες 2. (στα μεσαιωνικά ισλαμικά κράτη) χαρακτηρισμός ορισμένων μη μωαμεθανικών κοινοτήτων, κυρίως χριστιανών ή Εβραίων 3. (στην πολυεθνική Οθωμανική… …   Dictionary of Greek

  • πυθαγορισμός — ο, ΝΑ [πυθαγορίζω] η φιλοσοφική σχολή και θρησκευτική κοινότητα που ίδρυσε ο Πυθαγόρας ο Σάμιος τον 6ο π. Χ. αιώνα, τής οποίας η αφετηρία εντάσσεται στην προσωκρατική φιλοσοφία, και αποτελεί τον αντίποδα τής φιλοσοφίας και τής σκέψης τών Μιλησίων …   Dictionary of Greek

  • συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

  • Κορκ — (αγγλ. Cork, ιρλανδ. Corcaigh). Πόλη (123.338 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, στο νότιο τμήμα της χώρας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (7.457 τ. χλμ., 448.181 κάτ.). Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Λι, μέσα στον βαθύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”